θεόπτωτος

θεόπτωτος
θεόπτωτος, -ον (Μ)
αυτός τού οποίου η πτώση, η ήττα προήλθε από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. α-διά-πτωτος, ετερό-πτωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”